παντοκρατορικός

παντοκρατορικός
παντοκρατορικός, όν(formed fr. παντοκράτωρ as a result of the idea that this noun, since it denotes an agent [s. EFraenkel, Geschichte der griech. Nomina agentis auf-τήρ,-τωρ,-της, 1910/12], cannot be used w. a neuter [s. παντοκράτωρ]) almighty, in reference to God τὸ π. βούλημα αὐτοῦ 1 Cl 8:5. τῷ παντοκρατορικῷ (conjecture for the παντοκράτορι of the ms.) καὶ παναρέτῳ ὀνόματί σου 60:4 (as read in G-H-Z).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παντοκρατορικός — ή, ό / παντοκρατορικός, ή, όν, ΝΜΑ [παντοκράτωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντοκράτορα ή στην παντοκρατορία …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱԿԱԼԱԿԱՆ — (ի, աւ.) NBH 1 0061 Chronological Sequence: 8c ա. παντοκρατορικός, παγκρατορικός cuncta continens, omnipotens Որ ինչ անկ է ամենակալին՝ զամենայն ընդ ձեռամբ ունողի, կամ ամենակարօղ զօրութեան. *Բարին է, յորմէ ամենայն ինչ գոյացաւ, եւ է որպէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”